- προστεκμαίρομαι
- προστεκμ-αίρομαι,A judge of by further symptoms, Hp.Art.50 (v.l. for προτεκμ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προστεκμαίρομαι — και δ. γρφ. προτεκμαίρομαι Α επιβεβαιώνομαι βάσει επί πλέον ενδείξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τεκμαίρομαι «δηλώνω, αποδεικνύω»] … Dictionary of Greek
προτεκμαίρομαι — Α (δ. γρφ.) βλ. προστεκμαίρομαι … Dictionary of Greek